- κοσμογύριστος
- -η, -όκοσμογυρισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κοσμογυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμογύριστος — η, ο βλ. κοσμογυρισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμογυρισμένος — κοσμογυρισμένος, η, ο και κοσμογύριστος, η, ο αυτός που έχει γυρίσει τον κόσμο, κοσμοπερπατημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)